Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Ξύλινα σπίτια.











 Ξύλινα σπίτια βρίσκονται κυρίως στήν Κωνσταντινούπολη, ὁλόκληρο τόν Βόσπορο καί ὁλόκληρη τήν Προποντίδα. Ὑπάρχουν πολλά ἀπό αὐτά, πού λιγοστεύουν ὅμως μέ γοργό ρυθμό. Στά Πριγκη­πόν­νη­σα, σώζονται πολλά μεγαλοαστικά ξύλινα σπίτια μέ περίτεχνες σανι­δω­τές ξυλεπενδύσεις καί ξύλινα ψευδοκοσμήματα σάν κεντήματα (τά βυζαντινά "κοσμήδια"). Τά σπίτια τῶν Πριγκηποννή­σων ἔχουν χαρα­κτήρα ρομαντικό καί φραγκολεβαντίνικο. Ὑπάρχουν ξύλινα παρό­μοια σπίτια μέχρι τόν Πόντο, τήν Προῦσα καί τή Λέσβο στό Ἀνατολι­κό Αἰγαῖο. Σώζονται παντοῦ στή Θράκη, δηλαδή στήν Κωνσταντινου­πο­λί­τικη ἐνδοχώρα καί κυρίως στήν Ἀδριανούπολη, τήν ἐξαιρετική αὐτή βασιλική πόλη. στήν Ἀλεξανδρούπολη κατεδαφί­στηκε ἕνα καλό δεῖγμα, πρίν ἀπό χρόνια. μέχρι στήν Καβάλα, ὑπῆρχαν λίγα, σέ πιστή μίμηση τῆς Κωνσταντινουπολίτικης μορφῆς τους. Γιατί ἡ Κωνσταντι­νού­πολη ἦταν ἡ παλιά καί μόνιμη μητρόπολη τῶν ἀστῶν τῆς αὐτοκρα­τορίας καί ἐκεῖ βρισκόταν ἡ ἀρχή τῆς κάθε ἔμπνευσης καί τό πρότυπο κάθε μίμησης.
      Προφανῶς, ὑπῆρχαν τέτοια ξύλινα σπίτια σέ περιοχές κοντά στά δάση. Ἡ γεωγραφική τους κατανομή προσεγγίζει τό νότιο ὅριο τῶν πλα­τύφυλλων δασῶν καί τῆς ὀξυᾶς στά Βαλκάνια καί τή Μικρά Ἀσία. Ἡ κατασκευή τους γινόταν μέ ξύλινο σκελετό πού συμπληρωνόταν ἐνδιά­μεσα μέ  κονίαμα καί πλίνθους ἤ πέτρες. ἐπένδυση ἔξω ἦταν σανι­δω­τή ξύλινη, στό ἐσωτερικό σοβᾶς. Ὅλα ἔχουν τετράριχτη στέγη μέ βυζαντινά κεραμίδια. Οἱ ὁριζόντιες καί κατακόρυφες γραμμές χαρα­κτή­ριζαν τούς ὄγκους τους. Κατά τόν 18° αἰῶνα τά ξύλινα σπίτια ἀπο­κτοῦν περίτεχνες σιδεριές, πού προστατεύουν συνήθως τά παρά­θυρα τοῦ ἰσογείου καί τοῦ ὑπογείου. Οἱ σιδεριές, μέ τίς εὐθεῖες γραμ­μές καί τίς καμπύλες ἀπολήξεις καί διακοσμήσεις, συνδυάζονται θαυ­μάσια μέ τήν αἰσθητική καί τά γκρίζα χρώματα τῆς ξύλινης κατα­σκευῆς. Οἱ εἴσοδοι τῶν ξύλινων σπιτιῶν ἔχουν ἄμεση πρόσβαση στό δρόμο. Στούς χριστιανικούς μαχαλάδες, ἡ ἐσωστρέφεια τῶν σπιτιῶν μοιάζει νά ἀμφισβητεῖται ἀπό τήν ἐγγύτητα τῶν σαχνισιῶν στό δρόμο καί τήν ἀμεσότητα τῆς εἰσόδου. Ὑπάρχει τεράστια ποικιλία στίς μορφές τῶν εἰσόδων : τοξωτές, νεοκλασικές, λεβαντίνικες, μέ εἰσέ­χον προστῶο ἤ ἐξέχον πρόστυλο, μέ ἀμφίπλευρη ἤ μονόπλευρη, εὐθεία ἤ καμπύλη σκάλα σέ ἐσοχή ἤ μή καί πολλές ἄλλες.
      Τά γκρίζα ἕως πολύ σκούρα χρώματα τῶν γυμνῶν ξύλων αὐτῶν τῶν σπιτιῶν, δίνουν στούς μαχαλάδες μία ὁμοιόμορφη ἐντύπωση πα­λαι­ότητας καί ρομαντικῆς αἴσθησης. Ἡ παρουσία κήπων ἤ δέν­δρων συμπληρώνει τήν αἰσθητική ἐντύπωση. Τά ξύλινα σπίτια ἀθροί­ζονται σέ μία ἑνιαία ἀρχιτεκτονική μέ σαφῆ αἰσθητικό χαρακτήρα, παρ' ὅλη τήν ἐθνική, θρησκευτική καί κοινωνική ἑτερότητα τῶν μαχα­λάδων καί τῶν πληθυσμῶν.
      Πολλά ξύλινα σπίτια ἔχουν ἕνα ὄροφο, συνηθέστερα ὅμως δύο, δηλαδή ἰσόγειο καί ἀνώγειο στή μορφή τοῦ βυζαντινοῦ δίπατου. Ἄλλωστε, διάταγμα τοῦ 1559 περιόριζε τό ὕψος τῶν κτηρίων σέ δύο ὀρόφους (ἰσόγειο καί ὄροφο). Τόν 18° αἰῶνα, ἄρχισαν νά κτίζονται καί ξύλινα σπίτια μέ τρίτο ἐπίπεδο (τρίπατο), ἄν καί γιά μεγάλο διά­στη­μα, ἀπαγορεύονταν στούς χριστιανούς ἡ οἰκοδόμηση σπιτιῶν μέ δεύτερο ὄροφο. Πολύ συνηθισμένα εἶναι τά σπίτια μέ πέτρινη ὑποδο­μή στό κα­τώι καί δύο ξύλινους ὀρόφους (ἰσόγειο καί ἀνώγειο). Ἀπα­ραί­τητα στοιχεῖα τῶν ξύλινων σπιτιῶν εἶναι τά σαχνισιά (προεξοχή στόν ὄρο­φο, κλειστός ἐξώστης), κατά προτίμηση σέ ἀνατολική θέση καί στό δρόμο, καί λιγότερο τό ἰσόγειο χαγιάτι ὡς ἐξώστης, πρόδρομος τῆς κα­τοικίας. Ὑπάρχουν ξύλινα σπίτια γιά κάθε κοινωνική τάξη, ἀπό τά ἐκ­λεπτυ­σμένα καί ἀριστοκρατικά "γιαλί" τοῦ Βοσπόρου μέχρι τά λαϊκά ἡμιαστικά σπίτια τῶν χωριῶν καί τῶν κωμοπόλεων τῆς Θράκης.
      Τά ξύλινα σπίτια δύσκολα δίνουν τήν αἴσθηση τῆς ἐσωστρέφειας τῆς μουσουλμανικῆς κατοικίας, ἀλλά δίνουν, κυρίως, τήν ἐντύπωση ἑνός φραγκολεβαντίνικου ἐκλεκτικισμοῦ, ἤ, στή λαϊκή τους ἐκδοχή, μιᾶς ἀστικῆς ἐπίφασης. Τά ξύλινα κτήρια εἶναι συνήθως κατοικίες˙ τά δημόσια κτήρια τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας γίνονταν πέτρινα γιά λόγους ἀντοχῆς καί ἐπιβολῆς. Ὑπάρχουν καί λίγα ξύλινα κτήρια πού δέν εἶναι κατοικίες, ὅπως τό τεραστίων διαστάσεων "λληνικό Ὀρφα­νοτροφεῖο" στήν Πρίγκηπο τῆς Προποντίδας, τό ὁποῖο πρέπει νά εἶναι ἡ μεγαλύτερη τέτοια κατασκευή. δέν σώζονται, ὅμως, ξύλινα σπίτια παλαι­ό­τερα ἀπό τόν 18° αἰῶνα. Τά παλιά σπίτια στό Φανάρι τῆς Κωνσταντινούπολης (ἴσως τοῦ 17ου αἰῶνα) διασώθη­καν γιατί εἶναι λιθόκτιστα.
      ἀρχιτεκτονική ἀλλά κυρίως ἡ τεχνική τοῦ ξύλινου σπιτιοῦ εἶναι βυζαντινές καί πολύ παλιότερες ἀπό τήν τουρκική κατάκτηση, ἄν καί τά ὀθωμανικά στοιχεῖα εἶναι φανερά στήν αἰσθητική τους, ἐνῶ φαίνε­ται νά ἔχουν ἕνα νεωτερικό χαρακτήρα, μαζί μέ μία ἔντονη ἐκζή­τηση. Ὑπάρχουν ἀναφορές τῶν βυζαντινῶν συγγραφέων στά ξύλινα σπίτια τῆς Κωνσταντινούπολης, κυρίως μέ εὐκαιρία τίς κατά καιρούς μεγάλες πυρκαγιές πού κατέκαιαν τήν Πόλη. Οἱ πυρκα­γιές ἀφάνιζαν τά ξύλινα σπίτια. Στήν Κωνσταντι­νούπολη, μέ τίς συνε­χεῖς πυρκαγιές, ἀνανε­ω­νόταν ὁ πληθυσμός τῶν σπιτιῶν κάθε δυό-­τρεῖς γενιές. Θρυλι­κοί ἦταν στήν παλιά Κωνσταντι­νούπολη, οἱ ἀναρχικοί "τουλου­μπατζῆδες", τά ἄτακτα σώματα τῶν πυροσβεστῶν.
      Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἔρευνα ὅτι ὁ τύπος κατοικίας μέ χαγιάτι (ἡμιυπαίθριος χῶρος, λιακωτό) στό ἰσόγειο καί στόν ὄροφο ὑπῆρχε στό Βυζάντιο, γνωστό τότε ὡς σωλάριο, δοξᾶτο ἤ ἡλιακό. Ἀκόμη, τό σαχνισί, ἡ ἀρχιτεκτονική προεξοχή στόν ὄροφο, τό ὁποῖο γιά κοινω­νι­κούς λόγους χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στήν ὀθωμανική ἀρχιτε­κτονική, εἶναι στοιχεῖο συνηθισμένο καί στή βυζαντινή ἀρχιτε­κτονική.      Εἶναι προφανές ὅτι οἱ νομάδες κατακτητές Ὀθωμανοί Τοῦρκοι δέν γνώριζαν πῶς νά κτίζουν σπίτια. Ἦταν σκηνῖτες. Κατοικία τους ἦταν τό "γιούρτ", ἡ πανάρχαια σκηνή τῶν τουρκικῶν φυλῶν, πού χρη­σιμοποιεῖται ἀκόμη σήμερα στά ὑψίπεδα τῆς κεντρικῆς Ἀσίας καί ἐκτί­θεται σέ λαογραφικά μουσεῖα τῆς Τουρκίας.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Θανάση Μουσόπουλου, Βυζαντινή Οικουμένη, θέματα ιστορίας και πολιτισμού. Ιδιωτική έκδοση, Ξάνθη 2012, σσ.212.



Αινιγματική και προβληματική είναι η θέση που κατέχει σήμερα το Βυζάντιο στο συλλογικό ελληνικό υποσυνείδητο, αλλά και στην επιστημονική προσέγγιση της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας. Αληθινά, δεν γνωρίζουμε πια σήμερα που να τοποθετήσουμε την μακρόχρονη αυτή ιστορική πορεία, πώς να την αξιολογήσουμε και κυρίως ποιά θέση να της δώσουμε στη συγκρότηση της ταυτότητάς μας.
Πρόκειται βέβαια για συμπτώματα και αποτελέσματα της μακρόχρονης κρίσης ταυτότητας που μας ταλανίζει από την εποχή της Δ΄ Σταυροφορίας τον 13ο αι, όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακτάται και διαμελίζεται από τους Δυτικούς. Έκτοτε, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, διχασμοί και ατέρμονες συζητήσεις επικεντρώνονται στο ερώτημα αν ανήκουμε στην Ανατολή ή στη Δύση, ερώτημα που πάντα ξεκινά ή καταλήγει στην απορία για το Βυζάντιο.
Σήμερα, η αντίληψη που έχουμε για τη σχέση μας με το Βυζάντιο περιστρέφεται γύρω από την πρόσληψη ενός ανατολικού θρησκόληπτου περιβάλλοντος με θηριώδεις εκδηλώσεις και οπισθοδρομική παρουσία, όπως ακριβώς αντελήφθη τη βυζαντινή ιστορία ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και όπως περιγράφτηκε στην γεμάτη παρανοήσεις και διαστρεβλώσεις ιστορία του Γίββωνα. Αντίστοιχα, στην αρνητική αυτή εικόνα για το Βυζάντιο αντιτίθεται αυτό που επιβιώνει με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και τη νοσταλγία συντηρητικών στρωμάτων, που υποστηρίζουν ότι το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κορυφαίο πολιτιστικό περιβάλλον, το οποίο πρέπει να μας κάνει περήφανους. Σήμερα κυριολεκτικά ισχύει η παρατήρηση του Φώτη Κόντογλου μισό αιώνα πριν ότι το Βυζάντιο είναι «σημείο αντιλεγόμενο». Σημαντικό είναι το γεγονός ότι μερίδα του ακαδημαϊκού κατεστημένου φαίνεται να εγκαταλείπει την αντίληψη της συνέχειας τους ελληνικής ιστορίας και της ιστορικότητας του ελληνικού έθνους. Η οργανική σύνθεση, που συνέδεε την κλασική αρχαιότητα, το Βυζάντιο και τον Νέο Ελληνισμό, προϊόν της ρομαντικής ιστορικής σύλληψης του 19ου αι, δεν γίνεται αποδεκτή από πολλούς σήμερα. Υποστηρίζεται ότι το ελληνικό έθνος είναι σύνθεση που ακολουθεί τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, δηλαδή αποτέλεσμα διεργασιών κατά τον ελληνικό Διαφωτισμό τον 18ο αι. Η άποψη αυτή, που επιτυχώς χαρακτηρίσθηκε ως εθνομηδενισμός, συνδυάζεται με μια εξιδανίκευση της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με την οποία η καταπιεστική και οπισθοδρομική Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας κύρια σκοπιμότητα ήταν η απομύζηση των υπηκόων της, παίρνει άφεση αμαρτιών και εξωραΐζεται.  Οι αντιλήψεις αυτές δεν μπορούν να προσφέρουν ένα πλαίσιο και μια πειστική αφήγηση για τους μακρούς αιώνες, τους γεμάτους ελληνική παρουσία και τεράστια παραγωγή τέχνης και λογοτεχνίας, που κανείς δεν αμφισβητεί τον ελληνικό τους χαρακτήρα. Ούτε έχουν υποστηριχθεί και δεν βασίζονται σε επιστημονικές εκδόσεις ή σε συνθετικές εργασίες.
Όπως και να ερμηνεύσουμε τις εξελίξεις αυτές το συμπέρασμα παραμένει και συνοψίζεται στο ότι είναι απολύτως και κατεπειγόντως αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης μας με την αρχαιότητα και με τους δέκα αιώνες του Βυζαντίου. Είναι αναγκαία και πάλι η δημιουργική εκείνη μελέτη και ενασχόληση που οδήγησε στην έκδοση έργων, όπως η ιστορία του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, η συλλογική Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών ή η ιστορία του Νέου Ελληνισμού του Απόστολου Βακαλόπουλου.
Το μικρό βιβλίο του Θανάση Μουσόπουλου δεν ασχολείται βέβαια με τα μεγάλα αυτά θέματα, ωστόσο αυτά βρίσκονται στη βάση της προσπάθειας του συγγραφέα να δώσει μία κατανοητή τεκμηριωμένη, αλλά και εκλαϊκευμένη εικόνα της βυζαντινής ιστορικής και πολιτισμικής παρουσίας. Και αυτό μας φαίνεται απολύτως αναγκαίο, όσο αναγκαία είναι και η συγγραφή επιστημονικών μελετών. Γιατί δεν πρόκειται για επιστημονική μελέτη, αλλά για μία προσπάθεια κατανόησης του βυζαντινού φαινομένου, αξιολόγησης και εκλαϊκευμένης παρουσίασης στο ευρύτερο κοινό. Ο συγγραφέας βασίζεται στην αντίληψη της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικότητας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χωρίς να αποσιωπά τις ρωμαϊκές καταβολές της και τις ανατολικές επιδράσεις στην εξέλιξή της. Δίδονται εδώ όλες οι πληροφορίες οι σχετικές με τους θεσμούς και την πνευματική παρουσία του βυζαντινού φαινομένου. Ο συγγραφέας δεν είναι ειδικός επιστήμων, πλην η διδακτική του πείρα του επιτρέπει να κινείται άνετα στα πεδία της βυζαντινής δημιουργίας και ειδικά στην βυζαντινή λογοτεχνία.
Αναφέρουμε ενδεικτικά τα θέματα που αναπτύσσονται συνοπτικά στο βιβλίο: δίκαιο, οικονομία, θετικές επιστήμες, ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία, βυζαντινή ποίηση, ιστοριογραφία και χρονογραφία, καθημερινός βίος, καλές τέχνες, σχέση με την αρχαιότητα, βυζαντινή αναγέννηση, λόγιοι στη Δύση. Δίνεται συνοπτική βιβλιογραφία.
Το μικρό αυτό βιβλίο εκδόθηκε στην Ξάνθη, μια επαρχιακή πόλη με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα. Ο συγγραφέας του ζει και εργάζεται στην Ξάνθη, μια πόλη όπου εκδίδεται σημαντικός αριθμός βιβλίων. Αρκεί να αναφέρουμε ότι τα βιβλία τοπικής ιστορίας που έχουν εκδοθεί στην Ξάνθη τα τελευταία χρόνια υπερβαίνουν σήμερα τα εκατό. Σχεδόν όλα τα βιβλία που εκδίδονται στην Ξάνθη τυπώνονται εκεί. Υπάρχουν αρκετά τυπογραφεία των οποίων οι εκτυπώσεις δεν έχουν να ζηλέψουν πολλά από τις εκτυπώσεις των τυπογραφείων του Κέντρου. Στο συγκεκριμένο μικρό βιβλίο έχουμε μόνο να παρατηρήσουμε ότι η ευκολία στην βιβλιοδεσία με την προτίμηση σε κολλητές σελίδες μειώνει τη διάρκεια ζωής του βιβλίου σε λίγα χρόνια. Για βιβλία με μακροζωία και φιλοδοξίες συνεχούς χρήσης το ραφτό σύστημα βιβλιοδέτησης είναι το ενδεδειγμένο.